|
έργο |
Λίγα λόγια για το έργο
Σκαρφαλωμένο στην πλαγιά ενός βουνού κείτεται σ’ ευλογημένο τόπο ένα χωριό με γάργαρες πηγές και βαθύσκιωτα πλατάνια, μ’ αντιλαλήματα καημών ερωτικών που γέμουν την ήσυχα πολύβουη νύχτα από σκιές ανθρώπινες, καρικατούρες αθωότητας που συνυφαίνονται αστεία στη σοβαρότητα του έρωτα. Το παιγνίδισμα της πλεκτάνης καταστρώνεται από ένα πρίγκιπα που ενδύεται το τάγμα της δουλείας, διατάσσεται από τον αρχοντοχωριάτη του και υποτάσσεται στη θέαση της Ροζίνας του, αρχή και εξήγηση του μασκαρέματος, σχέδιο ερωτικό, ύπουλα αγνό, δοκιμή της αλήθειας. Δύο γυναίκες, μια πολύπειρη χήρα, η Σιλβέστρα , που ανέσπερα διφεί την ιστορία του έρωτα, αναζητώντας στιγμές νεανικές, πρόσκαιρη πλάνη των γηρατειών που αμείλικτα επέρχονται, ανάγκη συντροφικότητας, και από την άλλη η Ροζίνα, η νιότη και η αθωότητα, το ανέμελο της ζωής, η μαριονέτα της πλεκτάνης, συμπλέκονται σ’ ένα σκαρίφημα γητέματος του Αρχοντοχωριάτη Γιώργη.
Η πρώτη επιζητώντας ν’ απαγκιστρωθεί στον τελευταίο έρωτα, παράταση του τέλους, συνταξιδιώτη των αναμνήσεων, η δεύτερη με την επίφαση του θράσους της νεότητας εμπαίζει την ανάγκη για επιβεβαίωση, το ευάλωτο μιας προχωρημένης ηλικίας και ο… κυρ-Γιώργης στο επίκεντρο της πλεκτάνης, φαντασιώνεται τον παράταιρο έρωτα και απλώνεται γιγάντια σκιά επάνω από τη Ροζίνα, τάζοντας το είναι του, κομπάζοντας το ψέμα του, καταδύεται σ’ ένα άνισο αγώνα που η ηλικία και η μοίρα έχει προεξοφλήσει, αναμοχλεύοντας σχεδιάσματα γοητείας μπροστά στο προκαθορισμένα ανένδοτο ερωτικό σκίρτημα της Ροζίνας.
Και ο δούλος ασθμαίνοντας καραδοκεί, παλεύει, προφασίζεται για να θωρακίσει τον έρωτά του, τη Ροζίνα, ψάχνει δουλειές, ρωτάει αν αλέστηκε το σιτάρι, αγωνιά να διακόψει του αφέντη του την εξομολόγηση προς τη δική του αγάπη, κωφεύοντας σ’ αυτό που η μοίρα με χρησμούς και μαντέματα τσιγγάνας τού επιβεβαιώνει πως όλα είναι προδιαγεγραμμένα, αναίτια ανησυχεί, πώς δύο ερωτευμένους νέους δεν γίνεται να τους χωρίσει κανείς και τίποτα, όσα εμπόδια κι αν τους βάλεις, κι όσες δυσκολίες. Αυτοί θα βρούνε τρόπους να τα περάσουν όλα. Αυτό γνωρίζει ο στωικός παρατηρητής, ο θείος της Ροζίνας, που η σοφία των χρόνων του, εμπαίζει τα αθώα παιχνιδίσματα των αλαφροΐσκιωτων συγχωριανών του, που μειδιά με το παράταιρο καθώς θωρεί το καίριο, που συγχρωτίζεται με τα προμαντέματα της τσιγγάνας, αλλά αρνείται να αποκαλυφθεί κάτω από μια πρόφαση βαρηκοΐας.
Το πανηγύρι αρχίζει, ένας μικροσαλτιμπάγκος καλλιτέχνης και η κόρη της Σιλβέστρας φυλάσσουν τον έρωτά τους σε ακροποταμιές μακριά από τις υποψίες της Σιλβέστρας που αναζητεί κάτι καλύτερο για την κόρη της, μάταια πασχίζοντας να αποδυναμώσει την ασίγαστη ορμή του έρωτα. Οι ερωτικοί σύντροφοι κάτω από το πέπλο της νύχτας σχεδιάζουν τη συνεύρεση, οι σκάλες τοποθετούνται όπως η φυσική νομοτέλεια και η μοίρα έχουν ορίσει χωρίς τη συγκατάθεση του κυρ- Γιώργη που απροσδόκητα επισκέπτεται το παράθυρο της Σιλβέστρας και διαπλέκεται στον ιστό του έρωτά της. Ο έρωτας άλλοτε μυστικά και άλλοτε ηχηρά ανθίζει κατά το πρέπον της ηλικίας και του αισθήματος.
Το πρωϊνό ήσυχο ξεπροβάλλει χωρίς να μαρτυρά το σαματά της νύχτας και ετοιμάζεται να ξεδιαλύνει τα αθώα σκαριφήματα των ηρώων του ευλογημένου χωριού. Ξαφνικά αναζητείται ο δούλος που μόνο η τσιγγάνα γνωρίζει πως πια έχει έρθει η ώρα να ενδυθεί για χάρη της αλήθειας τον πριγκιπικό του μανδύα. Η αναγγελία γίνεται, ο πρίγκιπας Ερνέστος εμφανίζεται, τα ανήσυχα μάτια των χωρικών θωρούν έκπληκτα καθώς ο γόρδιος δεσμός της πλεκτάνης λύεται. Οι εξηγήσεις δίνονται, η δυσπιστία μεταβάλλεται σε χαρά, οι ηλικίες συνταιριάζονται, τα ερωτικά ζευγάρια συνδυάζονται, το τραπέζι ετοιμάζεται να υποδεχτεί το τέλος που ευχάριστο και ανάλαφρο υμνεί την αγνότητα του έρωτα, λυτρωτική ανάσα της ζωής……
Εμβόλιμα στο έργο ξεπροβάλλει ο μονόλογος «Στο πανηγύρι» του Ζαν Κοκτώ, για να μας θυμίσει πως υπάρχει και η άλλη πλευρά, το ανέφικτο του έρωτα, το ανανταπόδοτο. Ένας νέος αναζητά την εικόνα της μυστικής του οπτασίας μέσα στο πολύβουο πλήθος ενός πανηγυριού, πασχίζει να την γνωρίσει, ρωτάει και ψάχνει, σπρώχνεται με το πλήθος κι ελπίζει, μα αυτή πάντα ξεγλιστρά και χάνεται σαν ένα αερικό, αφήνοντας πίσω τις μυρωδιές μιας απάτης, τη γλυκόπικρη γεύση ενός παιχνιδίσματος που δεν έμελλε να έχει ανταπόκριση. Και ο νέος….
|
|