header
Τ.Ε.Θ.
συγγραφέας


ο συγγραφέας του έργου

Ο συγγραφέας του έργου «ερωτευμένοι μυλωνάδες» είναι άγνωστος,
ενώ του μονόπρακτου «ΣΤΟ ΠΑΝΗΓΥΡΙ» είναι ο ΖΑΝ ΚΟΚΤΟ

 

Jean Cocteau Γαλλία (5 Ιουλίου 1889- 11 Νοεμβρίου 1963 )

Αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι ότι ασχολήθηκε εξίσου λαμπρά με τη λογοτεχνία, τη δοκιμιογραφία, την ποίηση, το θέατρο, τον κινηματογράφο, την ζωγραφική, τη σκηνογραφία, τη λιθογραφία, την αγγειοπλαστική, κερδίζοντας έτσι, χωρίς υπερβολή, τη φήμη του πιο πολύπλευρου και παραγωγικού καλλιτέχνη του 20ου αιώνα.

Στο πανηγύρι

Του Ζαν Κοκτό

Στο πανηγύρι…στο πανηγύρι…Στο πανηγύρι τη βρήκα και στο πανηγύρι την έχασα! Στο πανηγύρι!! Ήταν μεγάλο πανηγύρι!...με τη σκοποβολή του τις κούνιες του, τα αλογάκια του, τις μπουκάλες της σαμπάνιες και τις μηλόπιτες…!!Τα μπιλιάρδα κάνανε καραμπόλες, τα αλογάκια στριφογυρίζανε γύρω γύρω! Οι καραμπίνες σκόπευαν, οι μηλόπιτες μοσχοβόλαγαν…! Εγώ σημάδευα με μια καραμπίνα να βρω στόχο, κι εκεί την είδα...! Όχι, όχι κάνω λάθος! Δεν τη συνάντησα στη σκοποβολή, όχι. Στο παγκάκι με τις μηλόπιτες τη συνάντησα. Την είδα να τρώει λαίμαργα δυο μηλόπιτες και να φυσάει τη ζάχαρη στα μούτρα μου και γέλαγε…! Εγώ πασπαλισμένος από τη ζάχαρη τη ρώτησα: «Πώς σε λένε;» κι αυτή μου είπε: « Θα στο πω αργότερα» !... Την ακολούθησα στο σκοπευτήριο και καθώς σκόπευα ένα τριγωνάκι, την έχασα!... Στην αρχή καθόταν δίπλα μου και μόλις σκόπευα μου φώναζε « Μπράβο» και πηδούσε από την χαρά της. Έριξα κάτω όλα τα τρίγωνα και όλους τους στύλους και έβαλα σημάδι την κορφή του σιντριβανιού. Καθώς σκόπευα, τη ρώτησα: « Πώς σε λένε;» Κι αυτή πάλι μ’ απάντησε; « Θα στο πω αργότερα»! … Σκοπεύω και να, ρίχνω κάτω και την κορφή του σιντριβανιού! Γυρνάω, μα δε τη βρίσκω δίπλα μου. Την έχασα, στη σκοποβολή μα πάλι την ξαναβρήκα. Έτρεχα σαν τρελός μέσα στον κόσμο που με έβριζε γιατί σκούνταγα πάνω τους, έψαχνα να τη βρω,.Τη ζητούσα παντού και να, την είδα στις μπουκάλες! Αγόρασα κρίκους, γέμισα τα χέρια μου και τα χέρια της και αρχίσαμε να ρίχνουμε μαζί. Καθώς ρίχναμε της φώναζα: «Πώς σε λένε;» Κι αυτή ολοένα μου έλεγε: « Θα σου πω αργότερα!...Την πήρα και την οδήγησα στις κούνιες, στις κούνιες που ανεβαίνουν και κατεβαίνουν και κάνουν τόξα και κύκλους στον ουρανό. Μα μόλις έφτασα στις κούνιες, γυρίζω να τη δω και δεν ήταν μαζί μου!.. Ξαναγύρισα στις μπουκάλες, μετά ξανάρθα στις κούνιες! Η νύχτα έπεφτε, ο ουρανός σκοτείνιαζε, τα φώτα ανάβανε. Αυτή πουθενά!..

Έψαξα, ξανάψαξα και τη ξαναβρήκα. Την βρήκα στα αλογάκια. Κείνη την ώρα ξεκινούσαν, αυτή ανέβηκε σ’ ένα απ’ αυτά, εγώ δεν πρόφτασα ν’ ανέβω!.. Καθώς περνούσε από μπροστά μου, της φώναξα: ‘Πώς σε λένε;» Κι αυτή μου απάντησε : «Θα σου πω αργότερα!» Και χάθηκε πάνω στ’ άλογό της σαν αμαζόνα!.. Η μουσική άρχισε να παίζει, τα φώτα να τρεμοπαίζουνε, οι καθρέφτες να λάμπουνε…Όλα είχαν μπει σε κίνηση. Αυτή, πάνω στο τέρας της αποκαλύψεως, άλλοτε ανέβαινε στα ουράνια και άλλοτε καταποντίζονταν στην κόλαση. Όποτε πέρναγε από μπροστά μου, εγώ της φώναζα: « Πώς σε λένε;» Κι αυτή γελώντας μου φώναζε: « Αργότερα θα στο πω.» Και την έχασα!.. Τα αλογάκια αρχίσανε να σταματάνε, ο κόσμος άρχισε να κατεβαίνει απ’ αυτά, εγώ έτρεξα να την βρω και την έχασα. Τα αλογάκια σταμάτησαν. Η ορχήστρα σταμάτησε, η καρδιά μου σταμάτησε, ο κόσμος σταμάτησε! Όλα σταματούν. Τρέχω στο σταματημένο αλογάκι και αυτή λείπει! …Πού να πήγε; Άρχισα πάλι να τρέχω!....να τρέχω στο πανηγύρι, να τρέχω γύρω γύρω μέσα στη σκόνη, μέσα στις βρισιές αυτών που σκουντούφλαγα, να τρέχω ….Έτρεχα πίσω από τις σκιές και φώναζα: « Πώς σε λένε;» Κι από πουθενά δεν έπαιρνα απόκριση!... «Πώς σε λένε;» φώναζα ακόμα, «πώς;» Στο πανηγύρι την βρήκα και στο πανηγύρι την έχασα!…

Μην πηγαίνετε ποτέ στα πανηγύρια!.. Εκεί βρίσκει ο ένας τον άλλον και έπειτα τον χάνει εύκολα!….Χάνονται…ξεχνιούνται.. και μένουν χωρίς να ξέρουν τ’ όνομά τους!!!Της φωνάζω: « Πώς σε λένε; Έι…έι έι..»Την γυρεύω παντού, στα πανηγύρια…την ψάχνω1… Μα δεν θα τη ξαναβρώ!...
«Έι… έι…έι… Πώς σε λένε;…πώς σε λένε;»….

 

 

 
 


© Τ.Ε.Θ. www.teth.gr    Design by S. Karvelas  Updated by Vlassis Kassandrianos